- πτιλονωτος
- πτιλόνωτοςπτῐλό-νωτος2с мохнатой спинкой
(κάμπη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κάμπη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πτιλόνωτος — with downy back masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτιλόνωτος — ον, Α φρ. «πτιλόνωτος κάμπη» κάμπια με μεμβρανώδη ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. οστρακό νωτος, χαλκό νωτος] … Dictionary of Greek